χαστουκίζω — χαστουκίζω, χαστούκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαστουκίζω — Ν [χαστούκι] δίνω χαστούκι, ραπίζω … Dictionary of Greek
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
κατακολαφίζω — (Μ) καταφέρω ισχυρά ραπίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολαφίζω «χαστουκίζω»] … Dictionary of Greek
καταρραπίζω — (Μ) ραπίζω με δύναμη πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαπίζω «χτυπώ, χαστουκίζω»] … Dictionary of Greek
κολαφίζω — (AM κολαφίζω) [κόλαφος] 1. χτυπώ δυνατά με την παλάμη ή με τη γροθιά κάποιον στο πρόσωπο, χαστουκίζω ή δίνω γροθιά («ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοὺ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐρράπισαν» τόν έφτυσαν στο πρόσωπο και τόν χαστούκισαν κι άλλοι τόν… … Dictionary of Greek
μπατσίζω — (Μ μπατσίζω) [μπάτσος] δίνω μπάτσους, χαστουκίζω … Dictionary of Greek
ραπίζω — ῥαπίζω, ΝΜΑ χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη τού χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ) αρχ. 1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο… … Dictionary of Greek
σβουρίζω — Ν [σβούρα] 1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα 2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («τού σβούριξε μία και τού φυγαν τα γυαλιά») … Dictionary of Greek
σκαμπιλίζω — Ν [σκαμπίλι] μτφ. δίνω σκαμπίλια σε κάποιον, χτυπώ κάποιον με την παλάμη στο πρόσωπο, χαστουκίζω, ραπίζω … Dictionary of Greek